- χολάς
- (I)και χολλάς, -άδος, ἡ, Α1. συν. στον πληθ. αί χολάδες και χολλάδεςα) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῡ τυφλοῡ χολάδες ἐπίκλην», Αρετ.)β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα2. (στον εν.) α) η μεταξύ τού στηθικού χόνδρου και τών πλευρών κοιλότηταβ) (στην αρχ. Αραβία) είδος σμαράγδου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος, ο οποίος απαντά αρχικά στον πληθ. χολάδες (όπως συμβαίνει και με άλλους όρους τής ανατομίας, πρβλ. χιράδες, γαλλ. les estomacś) και υστερογενώς στον εν. χολάς και έχει σχηματιστεί από την ΙΕ ρίζα *ghel-ond- «στομάχι, έντερα» (πρβλ. αρχ. σλαβ. želud-ŭkŭ, ρωσ. želudok «στομάχι») με ετεροιωμένο το φωνήεν τού θ. και συνεσταλμένο το φωνήεν τής κατάλ. (χολ-άδ-ες < *ghol-nd-). Παρλλ. προς τον τ. χολάς απαντά και ο αττ. τ. χολλάς, με εκφραστικό διπλασιασμό τού -λ-].————————(II)ὁ, Μ(κατά τον Ευστ.) «τὸ στίμμι, ὅ δηλοῑ τὸν καὶ παρὰ τοῑς παλαιοῑς καὶ παρὰ τοῑς ἄρτι δὲ χολᾱν, ὅν κόχλον ἡ γυναικεία γλῶσσα φιλεῑ καλεῑν».
Dictionary of Greek. 2013.